22.6 C
Athens
Παρασκευή, 29 Μαρτίου, 2024

Το Εκλογικό σύστημα των επόμενων Εθνικών Εκλογών (Άρθρο του Δικηγόρου Χρ. Τσίχλη)

Γράφει ο Χρήστος Ηλ. Τσίχλης Δικηγόρος Αθηνών – Συνταγματολόγος – Νομικός συνεργάτης Οικουμενικού Πατριαρχείου για την Ελλάδα – Συνήγορος Αμερικανικού Δημοκρατικού Κόμματος στην Ελλάδα – Δ.Σ. Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Δήμου Αθηναίων – Δ.Σ. ιδρύματος Μπότσαρη – Νομικός Σύμβουλος Βορειοηπειρωτών Ελλάδος.

Οι επόμενες εθνικές εκλογές, θα διενεργηθούν με το σύστημα της απλής αναλογικής (η οποία καθιερώθηκε με το νόμο 4406/2016) . Κατά πάσα πιθανότητα, θα ακολουθήσουν επαναληπτικές βουλευτικές εκλογές μέσα σε 25-30 ημέρες, με ενισχυμένη αναλογική, προκειμένου να σχηματιστεί αυτοδύναμη κυβέρνηση. Με το νόμο 4406/2016, καθιερώνεται το αναλογικό σύστημα- η αναλογική εκπροσώπηση των κομμάτων. Η απλή αναλογική, αποτελεί το δικαιότερο και δημοκρατικότερο σύστημα, αλλά επιφέρει πολλές φορές ακυβερνησία, η οποία θεωρείται επικίνδυνη σε περιόδους κρίσης. Ο νόμος 4654/2020 με ΦΕΚ 15/Α/29-1-2020, προβλέπει το σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής. Ο νόμος 4654/2020 που καθιερώνει την ενισχυμένη αναλογική, δεν συγκέντρωσε τον απαιτούμενο αριθμό των 200 βουλευτών, ώστε να ισχύσει από τις επόμενες εθνικές εκλογές. Άρα, θα εφαρμοστεί στις μεθεπόμενες εθνικές εκλογές. Ο νόμος 4654/2020, ουσιαστικά επαναφέρει το νόμο Παυλόπουλου (με τροποποιήσεις), για την ενίσχυση του πρώτου κόμματος και μπόνους μέχρι 50 έδρες. Το νομοσχέδιο της ενισχυμένης αναλογικής, ψηφίστηκε από το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας και το κόμμα της Ελληνικής Λύσης.

Οι επόμενες εθνικές εκλογές θα διεξαχθούν με απλό σύστημα αναλογικής εκπροσώπησης και είναι εξαιρετικά απίθανο να οδηγήσει κάποιο κόμμα να κερδίσει την απόλυτη πλειοψηφία, πράγμα που σημαίνει ότι θα πρέπει να σχηματιστεί κυβερνητικός συνασπισμός ή να ακολουθήσει επαναληπτική εκλογική διαδικασία μετά από 30 ημέρες, με το νέο σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής.

Ο νέος εκλογικός νόμος, αποκαθιστά το μπόνους στο νικητήριο κόμμα, αλλά σε κλίμακα που συνδέεται με το επίπεδο στήριξης που λαμβάνει στην κάλπη. Με αυτή τη μορφή ενισχυμένης αναλογικής εκπροσώπησης, εάν το νικητήριο κόμμα ξεπεράσει το όριο του 25%, κερδίζει επιπλέον 20 έδρες. Το μπόνους αυξάνεται στη συνέχεια κατά έναν βουλευτή για κάθε 0,5 ποσοστιαία μονάδα που έχει κερδίσει το κόμμα, φτάνοντας το ανώτατο όριο των 50 εδρών εάν το 40% ή περισσότερο των ψήφων έχουν ψηφιστεί υπέρ του. Καθώς ο νέος εκλογικός νόμος απέτυχε να εξασφαλίσει ειδική πλειοψηφία στο κοινοβούλιο, θα εφαρμοστεί μόνο μετά τις επόμενες εκλογές.

Επαναληπτικές εθνικές εκλογές:


Οι επαναληπτικές βουλευτικές εκλογές διεξάγονται μέσα σε τριάντα ημέρες από την αποτυχία σχηματισμού κυβέρνησης μέσω διερευνητικών εντολών, κατόπιν προκήρυξής τους με διάταγμα του ΠτΔ, που προσυπογράφεται από το μεταβατικό Υπουργικό Συμβούλιο (37 παρ. 3 Σ). Στο μεσοδιάστημα, ορίζεται υπηρεσιακή κυβέρνηση από τον εκάστοτε Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
Παλαιότερα, η απλή αναλογική του Νόμου Άκη Τσοχατζόπουλου, έσυρε τη χώρα σε τρεις διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις (Ιούνιος, Νοέμβριος 1989 και Απρίλιος 1990), ώσπου να επιτευχθεί αυτοδυναμία. Η απλή αναλογική, θεσμοθετήθηκε για πρώτη φορά το 1926, με αποτέλεσμα μέχρι το 1928 , οπότε καταργήθηκε, να αλλάζουν οι κυβερνήσεις κάθε πέντε μήνες, προκαλώντας ακυβερνησία. Επομένως, οι επόμενες -πρωτες- εθνικές εκλογές, θα διεξαχθούν με το σύστημα της απλής αναλογικής και εφόσον κανένα κόμμα δεν μπορέσει να σχηματίσει κυβέρνηση που να απολαύει της εμπιστοσύνης της Βουλής: η Πρόεδρος της Δημοκρατίας, σύμφωνα με το άρθρο 37 Παρ. 3 του Συντάγματος, επιδιώκει το σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας κομμάτων και εάν ούτε αυτό είναι δυνατόν: αναθέτει σε δικαστή Πρόεδρο ανωτάτου δικαστηρίου: δηλαδή στον Πρόεδρο του Αρείου Πάγου ή στον Πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας ή στον Πρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, τον σχηματισμό κυβέρνησης για την διενέργεια εθνικών εκλογών.
Κανονικά, οι εθνικές εκλογές διεξάγωνται κάθε τέσσερα χρόνια, καθώς η θητεία της Βουλής (βουλευτική περίοδος) είναι τετραετής. Όμως η Βουλή διαλύεται (δηλ. λήγει πρόωρα η βουλευτική περίοδος) και προκηρύσσονται εκλογές εφόσον δεν είναι δυνατός ο σχηματισμός Κυβέρνησης που να απολαμβάνει την εμπιστοσύνη της Βουλής. Η ίδια η Κυβέρνηση, ακόμη, μπορεί να προκαλέσει εκλογές, μέσω της διάλυσης της Βουλής από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, προκειμένου να υπάρξει ανανέωση της λαϊκής εντολής προς την Κυβέρνηση για να αντιμετωπίσει κάποιο εθνικό θέμα εξαιρετικής σημασίας (αποκλείεται όμως η διάλυση της Βουλής δύο συνεχόμενες φορές για το ίδιο θέμα). Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορεί να διαλύσει τη Βουλή και να προκηρύξει εκλογές νωρίτερα από το τέλος της τετραετίας, αν έχουν παραιτηθεί ή καταψηφιστεί από τη Βουλή δύο Κυβερνήσεις και η σύνθεσή της δεν εξασφαλίζει κυβερνητική σταθερότητα. H Βουλή διαλύεται και προκηρύσσονται εκλογές αν μετά από τρεις ψηφοφορίες αδυνατεί να εκλέξει Πρόεδρο της Δημοκρατίας (σύμφωνα με τις αυξημένες πλειοψηφίες που προβλέπονται από το Σ. άρθ. 32).


Κατά το άρθρο 38 παρ.1 εδ.α: “Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας απαλλάσσει από τα καθήκοντά της την Κυβέρνηση, αν αυτή παραιτηθεί, καθώς και αν η Βουλή αποσύρει την εμπιστοσύνη της κατά το άρθρο 84”. Σύμφωνα με το άρθρο 38 παρ.1 εδ.β : “Στις περιπτώσεις αυτές εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των παραγράφων 2, 3 και 4 του άρθρου 37”. Είναι σαφές ότι στις περιπτώσεις παραίτησης ή άρσης εμπιστοσύνης είναι δυνατόν μόνο έμμεσα να καταλήξουμε σε διάλυση της Βουλής, μετά δηλαδή την αδυναμία σχηματισμού Κυβέρνησης κατά τη διαδικασία του άρθρου 37 παρ.2 και 3. Αυτή η διαδικασία με στόχο τον σχηματισμό βιώσιμης Κυβέρνησης κινείται από τον Πρόεδρο μόνο όταν ο Πρωθυπουργός της παραιτούμενης Κυβέρνησης είναι αρχηγός ή εκπρόσωπος κόμματος που δεν διαθέτει την απόλυτη πλειοψηφία του συνόλου των βουλευτών. Αντίθετα, όταν πρωθυπουργός της παραιτούμενης κυβέρνησης είναι αρχηγός ή εκπρόσωπος κόμματος που συνεχίζει να διαθέτει την απόλυτη πλειοψηφία του συνόλου των βουλευτών, δηλαδή έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής, τότε, σύμφωνα με το άρθρο 38 §1 εδ.γ, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας διορίζει απευθείας εκλογική Κυβέρνηση. Με τη ρύθμιση αυτή, το Σύνταγμα σωστά θεωρεί πως κάθε απόπειρα σχηματισμού νέας Κυβέρνησης θα αποτελούσε κάμψη της αρχής της δεδηλωμένης. Ασχέτως του εάν ο Πρωθυπουργός της παραιτούμενης Κυβέρνησης είναι αρχηγός ή εκπρόσωπος κόμματος που διαθέτει ή όχι την απόλυτη πλειοψηφία του συνόλου της Βουλής, η κυβέρνηση διεξαγωγής των εκλογών θα είναι είτε πολιτική εκλογική, είτε υπηρεσιακή εκλογική. 1. Η Κυβέρνηση υποχρεούται να παραιτηθεί εάν χάσει την εμπιστοσύνη της Βουλής (κατά το άρθρο 84), είτε διότι έγινε δεκτή πρόταση δυσπιστίας, είτε διότι απορρίφθηκε πρόταση εμπιστοσύνης (δυνητική). Τότε, με το δεδομένο ότι δεν υπάρχει πλέον Κυβέρνηση που να έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας επιχειρεί να σχηματίσει Κυβέρνηση που θα λάβει την εμπιστοσύνη της Βουλής, με τις διερευνητικές εντολές και την συνάντηση με τους αρχηγούς των κομμάτων της Βουλής. Εάν αποτύχουν οι προσπάθειές του ορίζεται εκλογική κυβέρνηση (πολιτική ή υπηρεσιακή). 2. Η Κυβέρνηση μπορεί να παραιτηθεί όποτε θέλει, ενώ έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής. Τότε, ο Πρόεδρος δεν μπορεί να επιχειρήσει να σχηματισθεί άλλη Κυβέρνηση που θα λάβει (κι αυτή!) την εμπιστοσύνη της Βουλής. Τότε θα διαλυθεί οπωσδήποτε η Βουλή και οι εκλογές θα γίνουν με εκλογική κυβέρνηση (πολιτική ή υπηρεσιακή).

Κατά το άρθρο 41 παρ.2 εδ.α : “Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας διαλύει τη Βουλή με πρόταση της Κυβέρνησης που έχει λάβει ψήφο εμπιστοσύνης, για ανανέωση της λαϊκής εντολής προκειμένου να αντιμετωπιστεί εθνικό θέμα εξαιρετικής σημασίας”. Εδώ προβλέπεται η υποχρέωση του Προέδρου να κάνει δεκτή πρόταση της Κυβέρνησης για τη διάλυση της Βουλής. Αναγκαίες προϋποθέσεις για την πρωτοβουλία-πρόταση της Κυβέρνησης είναι η ύπαρξη εθνικού θέματος εξαιρετικής σημασίας και η “πρωτοτυπία” του εθνικού αυτού θέματος (άρθρο 41 παρ.2 εδ.β: “Αποκλείεται η διάλυση της νέας Βουλής για το ίδιο θέμα”). Σε αυτή την περίπτωση διάλυσης της Βουλής, το σχετικό διάταγμα προσυπογράφεται από το Υπουργικό Συμβούλιο. Κυβέρνηση διεξαγωγής των εκλογών είναι η Κυβέρνηση που προτείνει τη διάλυση και έχει βέβαια την εμπιστοσύνη της Βουλής.

Κατά το άρθρο 37 παρ.3 εδ.γ, φράση τρίτη: “Αν οι διερευνητικές εντολές δεν τελεσφορήσουν… αν επιβεβαιωθεί η αδυναμία σχηματισμού Κυβέρνησης … (ο ΠτΔ ) επιδιώκει το σχηματισμό Κυβέρνησης για τη διενέργεια εκλογών… και διαλύει τη Βουλή”. Σύμφωνα με το άρθρο αυτό, εάν υπάρχει αδυναμία σχηματισμού Κυβέρνησης που θα λάβει ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή, τότε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας υποχρεούται να διαλύσει τη Βουλή και τις εκλογές θα διενεργήσει εκλογική Κυβέρνηση, είτε πολιτική, είτε υπηρεσιακή.
Κατά το άρθρο 41 παρ.5: “Η Βουλή διαλύεται υποχρεωτικά στην περίπτωση του άρθρου 32 παρ.4”, δηλαδή όταν κατά την τρίτη ψηφοφορία, για την εκλογή Προέδρου Δημοκρατίας, κανένας από τους υποψηφίους δεν συγκεντρώσει τα τρία πέμπτα του όλου αριθμού των βουλευτών (180 βουλευτές).

Ως καταψήφιση νοείται και η απόρριψη πρότασης εμπιστοσύνης και η αποδοχή πρότασης δυσπιστίας, όπως ρυθμίζονται στο άρθρο 84.

Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έχει τη διακριτική ευχέρεια, αντί να διαλύσει τη Βουλή ακριβώς μετά τη δεύτερη παραίτηση ή καταψήφιση, να κινήσει τη διαδικασία των διερευνητικών εντολών, από τις οποίες ενδέχεται να προκύψει Κυβέρνηση που θα έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής.

Στην περίπτωση αυτή, εάν ο Πρόεδρος κρίνει ότι, παρά την ύπαρξη Κυβέρνησης που απολαμβάνει την εμπιστοσύνη της Βουλής, δεν εξασφαλίζεται κυβερνητική σταθερότητα, διαλύει τη Βουλή. Τότε, όπως ορίζει το άρθρο 41 παρ.1 εδ.β : “Οι εκλογές ενεργούνται από την Κυβέρνηση που έχει την εμπιστοσύνη της διαλυόμενης Βουλής”. Το διάταγμα της διάλυσης της Βουλής, αν δεν προσυπογραφεί από τον Πρωθυπουργό, εκδίδεται, κατά το άρθρο 35 παρ.2 εδ.γ, με μόνη την υπογραφή του Προέδρου της Δημοκρατίας.
Σε όλες τις περιπτώσεις (πρόωρης) διάλυσης της Βουλής, τίθενται από το Σύνταγμα κάποιοι περιορισμοί. Κατά το άρθρο 41 παρ.4 δεν μπορεί να διαλυθεί η Βουλή, που εξελέγη μετά την πρόωρη διάλυση της προηγούμενης, προτού περάσει ένας χρόνος από την έναρξη των εργασιών της. Αυτός ο περιορισμός δεν ισχύει, εάν υπάρχει αδυναμία σχηματισμού Κυβέρνησης (άρθρο 37 παρ.3), και 75 εάν, μετά την παραίτηση ή καταψήφιση δύο Κυβερνήσεων, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κρίνει ότι δεν εξασφαλίζεται η κυβερνητική σταθερότητα (άρθρο 41 παρ.1).Το προεδρικό διάταγμα διάλυσης της Βουλής (όπως και το διάταγμα λήξης της τετραετούς θητείας) πρέπει οπωσδήποτε να περιλαμβάνει : α) προκήρυξη εκλογών μέσα σε τριάντα ημέρες β) σύγκληση της νέας Βουλής μέσα στις τριάντα επόμενες ημέρες (ερμηνευτική δήλωση του άρθ. 41).
Το άρθρο 37 του Συντάγματος επιτάσσει, κάθε διερευνητική εντολή ισχύει για τρεις ημέρες. Για να μετατραπεί η διερευνητική εντολή σε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης θα πρέπει να προκύψει ότι ο εντολοδόχος πρωθυπουργός διαθέτει την εμπιστοσύνη της Βουλής προτού πάει η κυβέρνηση στη Βουλή.

Aν όμως οι διερευνητικές εντολές δεν τελεσφορήσουν, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, στο πλαίσιο του ρυθμιστικού του ρόλου:

-καλεί τους αρχηγούς των κομμάτων (μπορεί να τους καλέσει εν συμβουλίω ή έναν-έναν ή όπως ο ίδιος κρίνει) σε μια προσπάθεια σχηματισμού Κυβέρνησης που να έχει την εμπιστοσύνη της Bουλής. Αν δεν υπάρξει συμφωνία,
-ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας επιδιώκει το σχηματισμό Κυβέρνησης από όλα τα κόμματα της Bουλής για τη διενέργεια εκλογών. Σε περίπτωση αποτυχίας και αυτής της προσπάθειας,
-Ο ΠτΔ αναθέτει στον Πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του Αρείου Πάγου ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου το σχηματισμό Κυβέρνησης, όσο το δυνατόν ευρύτερης αποδοχής, για να διενεργήσει εκλογές, και διαλύει τη Bουλή.

ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΑΡΘΡΑ