17.9 C
Athens
Παρασκευή, 29 Μαρτίου, 2024

Ποια είναι τα Δικαιώματα των ασθενών στα Δημόσια Νοσοκομεία της χώρας (Άρθρο του Δικηγόρου Χρ. Τσίχλη)

Γράφει ο Χρήστος Ηλ. Τσίχλης Δικηγόρος Αθηνών – Συνταγματολόγος – Συνεργάτης Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Ελλάδα – Συνήγορος Αμερικανικού δημοκρατικού Κόμματος στην Ελλάδα – Δ.Σ. Ιδρύματος Μπότσαρη – Δ.Σ. Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Δήμου Αθηναίων – Νομικός Σύμβουλος Βορειοηπειρωτών Ελλάδος.

Το άρθρο 47 του νόμου 2071/1992 , το άρθρο 35 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η νομολογία του δικαστηρίου της ευρωπαϊκής Ένωσης, προβλέπουν συγκεκριμένα δικαιώματα του ασθενή- νοσηλευόμενου στα νοσοκομεία, ώστε να παρέχεται πράγματι σε όλους μια πλήρης προστασία και δεν αποτελούν μια απλή γενική θεωρητική διακήρυξη. Ο νοσηλευόμενος σε δημόσιο νοσοκομείο, έχει συγκεκριμένα κατοχυρωμένα δικαιώματα. Σε περίπτωση παραβίασης δικαιώματος, δύναται να καταθέσει αναφορά στο υπουργείο υγείας, στην υπηρεσία προστασίας δικαιωμάτων ασθενών, στην εθνική αρχή διαφάνειας, στον εισαγγελέα, στην ευρωπαϊκή επιτροπή κ.α.. Πέρα από την κατάθεση έγγραφης αναφοράς, δύναται να προσφύγει στην ελληνική δικαιοσύνη διεκδικώντας αποζημίωση, αποκατάσταση ή τιμωρία. Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αμιγώς οικονομικοί λόγοι δεν μπορούν να δικαιολογήσουν τον περιορισμό της θεμελιώδους αρχής της ελεύθερης παροχής ιατρικών υπηρεσιών( απόφαση Flaminio Costa κατά ENEL, 6/64 κ.α.).
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διαμόρφωσε πέντε κατηγορίες-μορφές διαφθοράς στην υγεία:

  1. Χρηματισμός στις ιατρικές παροχές (διαφθορά μεταξύ γιατρών/νοσηλευτών και ασθενών).
  2. Διαφθορά στις προμήθειες (διαφθορά μεταξύ γιατρών/νοσηλευτών και ιδιωτικών εταιρειών).
  3. Ακατάλληλο ή προβληματικό ή εκ προθέσεως παραπλανητικό μάρκετινγκ, προβολή και προώθηση ιατρικών προϊόντων και φαρμακευτικών σκευασμάτων (διαφθορά μεταξύ γιατρών/νοσηλευτών και ιδιωτικών εταιρειών και μεταξύ πολιτικών/υπηρεσιακών παραγόντων και ιδιωτικών εταιρειών).
  4. Κατάχρηση εξουσίας (διαφθορά ανωτέρων στελεχών, πολιτικών, διοικητικών).
  5. Παράνομες πληρωμές και επιστροφές (διαφθορά στα ασφαλιστικά ταμεία και μεταξύ γιατρών και ασφαλιστικών ταμείων). Το προσωπικό του Νοσοκομείου πρέπει πάντα να σέβεται την προσωπική άποψη, τα δικαιώματα και τις αξίες του νοσηλευόμενου.
    Στο άρθρο 47 του Ν.2071/1992 αναφέρονται αναλυτικά τα δικαιώματα του νοσοκομειακών ασθενών. Ο ασθενής έχει το δικαίωμα:

να προσεγγίζει τις κατάλληλες για την ασθένειά του υπηρεσίες του Νοσοκομείου(δικαίωμα προσέγγισης υπηρεσιών υγείας)

να δεχθεί υπηρεσίες φροντίδας με τον οφειλόμενο σεβασμό στην ανθρώπινη αξιοπρέπειά του (δικαίωμα σεβασμού στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια)

να συγκατατεθεί ή να αρνηθεί κάθε διαγνωστική ή θεραπευτική πράξη που πρόκειται να διενεργηθεί σε αυτόν. Σε περίπτωση ασθενούς με μερική ή πλήρη διανοητική ανικανότητα, η άσκηση αυτού του δικαιώματος γίνεται με το πρόσωπο που κατά νόμο ενεργεί για λογαριασμό του (δικαίωμα συγκατάθεσης σε διαγνωστικές και θεραπευτικές πράξεις)

να πληροφορηθεί ότι αφορά στην κατάσταση της υγείας του και να λαμβάνει αποφάσεις ή να συμμετέχει στη λήψη αποφάσεων που είναι δυνατό να προδικάσουν τη μετέπειτα ζωή του (δικαίωμα πληροφόρησης και λήψης αποφάσεων)

να πληροφορηθεί πλήρως και εκ των προτέρων για τους κινδύνους που ενδέχεται να παρουσιασθούν ή να προκύψουν λόγω εφαρμογής σε αυτόν ασυνήθιστων ή πειραματικών διαγνωστικών και θεραπευτικών πράξεων. Η εφαρμογή των πράξεων αυτών στον ασθενή λαμβάνει χώρα μόνο ύστερα από συγκατάθεση του ιδίου, η οποία μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή. Ο ασθενής πρέπει να αισθάνεται τελείως ελεύθερος στην απόφασή του να δεχθεί ή να απορρίψει ανά πάσα στιγμή κάθε συνεργασία με σκοπό την έρευνα ή την εκπαίδευση (δικαίωμα ενημέρωσης για κινδύνους και συμμετοχή σε έρευνα και εκπαίδευση)

να προστατεύεται η ιδιωτική του ζωή. Ο απόρρητος χαρακτήρας των πληροφοριών και του περιεχομένου των εγγράφων που τον αφορούν, του φακέλου των ιατρικών σημειώσεων και των ευρημάτων, πρέπει να είναι εγγυημένος (δικαίωμα προστασίας ιδιωτικής ζωής)

να αντιμετωπίζεται με σεβασμό και να του αναγνωρίζονται οι θρησκευτικές και ιδεολογικές του πεποιθήσεις (δικαίωμα σεβασμού θρησκευτικών και ιδεολογικών πεποιθήσεων)

να παρουσιάζει ή να καταθέτει διαμαρτυρίες και ενστάσεις και να λαμβάνει πλήρη γνώση των επ’ αυτών ενεργειών και αποτελεσμάτων (δικαίωμα διαμαρτυριών και ενστάσεων)
Ο ασθενής πρέπει να αισθάνεται τελείως ελεύθερος στην απόφαση του, να δεχθεί ή να απορρίψει, κάθε συνεργασία του με σκοπό την έρευνα ή την εκπαίδευσή. Η συγκατάθεσή του για τυχόν συμμετοχή του, είναι δικαίωμά του και μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή.
Ο ασθενής έχει το δικαίωμα στο μέτρο και στις πραγματικές συνθήκες που είναι δυνατόν, προστασίας της ιδιωτικής του ζωής. Ο απόρρητος χαρακτήρας των πληροφοριών και του περιεχομένου των εγγράφων που τον αφορούν, του φακέλου των ιατρικών σημειώσεων και ευρημάτων, πρέπει να είναι εγγυημένος.

Ο ασθενής έχει το δικαίωμα να παρουσιάσει ή να καταθέσει αρμοδίως διαμαρτυρίες και ενστάσεις και να λάβει πλήρη γνώση των επ’ αυτών ενεργειών και αποτελεσμάτων.


Η πληροφόρηση ασθενών αποτελεί βασική αρχή που διέπει τα δικαιώματα του ασθενούς, τα οποία ανήκουν στην κατηγορία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, των ηθικών δηλαδή δικαιωμάτων που δικαιούται να έχει ο άνθρωπος με βάση την ανθρώπινη υπόστασή του. Η μέθοδος της ειλικρινούς και λεπτομερούς πληροφόρησης εφαρμόζεται ευρέως στις αναπτυγμένες χώρες ενώ έχει κατοχυρωθεί με νόμο η παροχή λεπτομερούς πληροφόρησης συμπεριλαμβανομένων όλων των παραμέτρων που σχετίζονται με την παροχή φροντίδας και την κατάσταση υγείας. Βασική προϋπόθεση για την παροχή αποτελεσματικής πληροφόρησης είναι η δημιουργία ενός ήρεμου περιβάλλοντος που δεν θα προκαλεί συναισθηματική επιβάρυνση στον ασθενή, θα επιτρέπει την κατανόηση της πληροφόρησης, θα ενθαρρύνει την έκφραση ερωτήσεων και αποριών και θα επιβάλλει την επανεκτίμηση της κατανόησης της αποκτηθείσας γνώσης. Το φυσικό περιβάλλον αποτελεί σημαντική διάσταση που δεν θα πρέπει να υποτιμάται κατά την παροχή πληροφόρησης. Είναι σημαντικό ο χώρος να είναι απομονωμένος ώστε να αποφεύγεται η απόσπαση της προσοχής και οι διακοπές από άλλα άτομα, όπως επίσης να διαθέτει αρκετό χώρο και φωτισμό, άνετα καθίσματα και καλό εξαερισμό.
Το 1997 με το Νόμο 2519 καθιερώνονται τα Όργανα Προστασίας Δικαιωμάτων των Ασθενών και αρχίζει η προώθηση και διάδοση του θεσμού. Σύμφωνα με το Νόμο αυτό, συνιστώνται στο Υπουργείο Υγείας και Πρόνοιας:

Η Αυτοτελής Υπηρεσία Προστασίας των Δικαιωμάτων των Ασθενών η οποία υπάγεται απ’ ευθείας στο Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου.
Η Επιτροπή Ελέγχου Προστασίας Δικαιωμάτων των Ασθενών.

Και τα δύο όργανα έχουν την κεντρική ευθύνη παρακολούθησης και ανάπτυξης του θεσμού. Δύο χρόνια μετά, με το Νόμο 2716/99, δημιουργήθηκαν και λειτουργούν σε κάθε Νοσοκομείο:

Γραφείο Επικοινωνίας με τον Πολίτη.
Επιτροπή Προάσπισης Δικαιωμάτων του Πολίτη.
Ο Συνήγορος του πολίτη και το σώμα επιθεωρητών υπηρεσιών υγείας παρεμβαίνουν ύστερα από την διερέυνηση καταγγελιών.
Ο χώρος της ιατρικής ευθύνης κυριαρχείται από τα εγκλήματα αμέλειας. Και αυτό γιατί είναι σπάνιες οι περιπτώσεις που θα μπορούσαν να αποδοθούν οι σχετικές αξιόποινες πράξεις σε δόλο των ιατρών, αφού τότε απαιτείται αποδοχή τουλάχιστον των βλαπτικών αποτελεσμάτων για τον ασθενή από μέρους τους.
Για τη θεμελίωση της ιατρικής ευθύνης απαιτείται να μην κατέβαλε ο ιατρός την επιβαλλόμενη κατ’ αντικειμενική κρίση προσοχή, την οποία ο μέσος συνετός και ευσυνείδητος ιατρός οφείλει να καταβάλει κάτω από τις ίδιες πραγματικές περιστάσεις, και να μπορούσε με βάση τις προσωπικές περιστάσεις, ιδιότητες, γνώσεις και ικανότητές του να προβλέψει και να αποφύγει τη βλάβη του ασθενούς. Για την ύπαρξη ευθύνης απαιτείται ο ιατρός να έπραξε ή να παρέλειψε να πράξει κάτι που όφειλε και μπορούσε, και επιπρόσθετα απαιτείται από τη συμπεριφορά του δράστη (πράξη ή παράλειψη) να επήλθε το αποτέλεσμα, δηλαδή ο θάνατος του ασθενή. Θα πρέπει δηλαδή να συντρέχει μία επικίνδυνη για την υγεία ή τη ζωή πράξη, ενέργεια ή παράλειψη, που να έχει οδηγήσει αιτιακά, δηλαδή με σχέση αιτίου και αιτιατού, στο συγκεκριμένο αποτέλεσμα του θανάτου ή της σωματικής βλάβης του ασθενούς. Κατά το ποινικό δηλαδή δίκαιο, τέτοια αμελής συμπεριφορά μπορεί να συνιστά όχι μόνο μία θετική λαθεμένη ενέργεια του ιατρού, αλλά και η παράλειψή του να προβεί στην ενέργεια εκείνη που θα ήταν ενδεδειγμένη στη συγκεκριμένη περίπτωση.

Για τη θεμελίωση της ποινικής ευθύνης θα πρέπει περαιτέρω να αποδειχθεί ότι στην προκειμένη περίπτωση ο ιατρός δεν επέδειξε την προσοχή και σύνεση που όφειλε κατά τις περιστάσεις και που μπορούσε κατά τις προσωπικές του ιδιότητες να επιδείξει, ώστε να αποφύγει το ανεπιθύμητο αποτέλεσμα.
Θα πρέπει να τονιστεί ότι η συνδρομή της κατά παράβαση των κανόνων της επιστήμης και της τέχνης συμπεριφοράς του ιατρού δεν οδηγεί αυτόματα στην ποινική ή αστική του ευθύνη. Πέρα από την
Θα πρέπει ιδιαίτερα να τονιστεί ότι ο ιατρός δεν έχει ούτε καθήκον ούτε και ευθύνη αποτελέσματος, υπό την έννοια ότι δεν εγγυάται ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα, την ίαση. Εγγυάται και ευθύνεται μόνο για τα μέσα που χρησιμοποίησε κατά την άσκηση του επαγγέλματός του. Ευθύνη ιατρού για σωματική βλάβη ή ανθρωποκτονία από αμέλεια υπάρχει μόνο στις περιπτώσεις εκείνες που το αποτέλεσμα αυτό οφείλεται σε παράβαση από τον ιατρό των κοινώς αναγνωριζομένων κανόνων της επιστήμης και της ειδικότητάς του, για τους οποίους δεν μπορεί να γεννηθεί αμφισβήτηση, και η ενέργειά του δεν ήταν σύμφωνη με το αντικειμενικώς επιβαλλόμενο καθήκον επιμελείας. Η οφειλομένη από τον ιατρό προσοχή δεν είναι δυνατόν να καθορισθεί σχηματικά και δογματικά εκ προοιμίου, αλλά βρίσκεται πάντοτε σε συνάρτηση με τις αντικειμενικές και υποκειμενικές συνθήκες και περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης. Οι υπαίτιες ενέργειες και παραλείψεις του ιατρού δεν είναι δυνατόν να τυποποιηθούν, δεδομένου ότι κάθε ιατρικό περιστατικό παρουσιάζει μοναδικότητα και ιδιοτυπία καθοριστική των ενδεδειγμένων ενεργειών του ιατρού και προσδιοριστική της επιμέλειας την οποίαν αυτός πρέπει να καταβάλει. Λαμβανομένου εξάλλου υπόψη ότι στην Ιατρική, καταρχήν και κατά βάση, γίνεται αποδεκτό το αξίωμα ότι “δεν υπάρχουν ασθένειες αλλά ασθενείς”, και ότι οι κανόνες της Ιατρικής, ακόμη και οι θεμελιώδεις, δεν είναι απόλυτοι αλλά σχετικοί και διατυπώνονται με μόνο σκοπό τη συστηματοποίηση της γνώσης, σαφής και επιτακτική ανακύπτει η αξίωση τα δεδομένα της επιστήμης να εξετάζονται πάντοτε σε σχέση και συνάρτηση με τις κατ’ ιδίαν συνθήκες και περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης.
Η Εθνική Αρχή Διαφάνειας, δέχεται στοιχειοθετημενες καταγγελίες πολιτών, για περιπτώσεις διαφθοράς και παραβίασης της νομοθεσίας στον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Εάν μετά την έρευνα της αρχής, διαπιστωθεί ποινικό αδίκημα δημοσίου υπαλλήλου, παραπέμπει την υπόθεση στην ελληνική δικαιοσύνη, μαζί με την έκθεση της Εθνικής αρχής διαφάνειας.Η Εθνική Αρχή Διαφάνειας ιδρύθηκε με τον νόμο 4622/2019 (Α’ 133). Στα άρθρα 82-103 και 118-119 ορίζεται το θεσμικό πλαίσιο της λειτουργίας της. Η Αρχή αναλαμβάνει το σύνολο των αρμοδιοτήτων πέντε βασικών ελεγκτικών δημόσιων φορέων (Γραφείο Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης, Σώμα Επιθεωρητών-Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης, Σώμα Επιθεωρητών Υπηρεσιών Υγείας και Πρόνοιας, Σώμα Επιθεωρητών Δημοσίων Έργων, το Σώμα Επιθεωρητών-Ελεγκτών Μεταφορών), καθώς και της Γενικής Γραμματείας Καταπολέμησης της Διαφθοράς.

Με στόχο την αλλαγή των προτύπων και των αντιλήψεων για τη δημόσια ηθική και ακεραιότητα η Αρχή έχει ως αποστολή τον σχεδιασμό και την υλοποίηση ενός πλαισίου συνεκτικών πολιτικών τόσο για τον εντοπισμό και την καταστολή πράξεων διαφθοράς όσο και για την πρόληψη κι αποτροπή αυτών καθώς και την ενημέρωση και ευαισθητοποίηση του συνόλου της κοινωνίας. Η μηδενική ανοχή στη διαφθορά και η ενίσχυση της διαφάνειας και των μηχανισμών λογοδοσίας είναι προτεραιότητα για το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας. Η αποστολή της Αρχής αφορά στο δημόσιο ήθος, τις κοινωνικές αξίες και την ποιότητα της δημοκρατίας μας. Για αυτούς τους λόγους, o πυρήνας των αρμοδιοτήτων βασίζεται στην ανάγκη αποκατάστασης της εμπιστοσύνης των πολιτών στους θεσμούς.

Συνεχίζονται όλοι οι διενεργούμενοι έλεγχοι και ο ελεγκτικός μηχανισμός ενισχύεται με διευρυμένο πλαίσιο αρμοδιοτήτων. Προβλέπονται εκτεταμένες αρμοδιότητες ελέγχων και των ιδιωτικών φορέων με επιβολή προστίμων μέχρι 100.000 ευρώ.

Θέλοντας να ενισχύσει τους μηχανισμούς λογοδοσίας και διαφάνειας στη Δημόσια Διοίκηση η Εθνική Αρχή Διαφάνειας εισάγει σημαντικές διαρθρωτικές αλλά και επιχειρησιακές καινοτομίες. Πρωτοπορεί, υπερβαίνοντας τη μονοδιάστατη αντίληψη περί συγκέντρωσης όλων των διαθέσιμων δυνάμεων στον έλεγχο και τον εντοπισμό των φαινομένων κακοδιοίκησης και διαφθοράς, επενδύοντας παράλληλα στις ενεργητικές πολιτικές πρόληψης και στην υλοποίηση δράσεων για την κινητοποίηση του συνόλου της κοινωνίας. Στο πλαίσιο αυτό η Αρχή δομείται σε τρεις βασικούς πυλώνες, εισάγοντας για πρώτη φορά στην Ελλάδα ένα ολοκληρωμένο οργανωτικό και επιχειρησιακό μοντέλο καινοτόμων δράσεων και πρακτικών για την ενίσχυση της διαφάνειας. Οι πυλώνες αυτοί καλύπτουν τους παρακάτω τομείς:

Α) Διενέργειας Επιθεωρήσεων και Ελέγχων

Β) Εκπόνησης πολιτικών Πρόληψης και Ακεραιότητας

Γ) Υλοποίησης δράσεων Ευαισθητοποίησης της Κοινωνίας

Η Εθνική Αρχή Διαφάνειας φιλοδοξεί να κινητοποιήσει το σύνολο των υγιών δυνάμεων του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα συμπεριλαμβανομένης της κοινωνίας των πολιτών, προκειμένου να σχηματιστεί μία κοινωνική πλειοψηφία που θα απαιτεί αλλά και θα συμμετέχει ενεργά στη δημιουργία προτύπων και μηχανισμών που θα προάγουν τη διαφάνεια, την ακεραιότητα και τη λογοδοσία στο σύνολο της κοινωνίας.

ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΑΡΘΡΑ