Γράφει ο Χρήστος Ηλ.Τσίχλης Δικηγόρος Αθηνών – Συνταγματολόγος – Συνήγορος Αμερικανικού δημοκρατικού Κόμματος στην Ελλάδα – Νομικός συνεργάτης Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Ελλάδα – Δ.Σ. Ιδρύματος Μπότσαρη – Δ.Σ. Πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης Δήμου Αθηναίων – Νομικός σύμβουλος Βορειοηπειρωτών Ελλάδος.
Στο άρθρο 1719 του Αστικού Κώδικα, προβλέπονται δύο περιπτώσεις ανικανότητας προς σύνταξη διαθήκης, που σύμφωνα με τη νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων , καθιστούν άκυρη την διαθήκη:
- Η έλλειψη συνείδησης των πράξεων, η οποία υπάρχει, όταν το πρόσωπο από αίτιο νοσηρό ή μη (όπως λ.χ. μέθη, ύπνωση, εγκεφαλικό οίδημα, επιθανάτια αγωνία κλπ) δεν έχει τη δυνατότητα να διαγνώσει την ουσία και το περιεχόμενο της διαθήκης, που συντάσσει, καθώς και την ικανότητα να συλλάβει τη σημασία των επιμέρους διατάξεών της. Δεν απαιτείται γενικά και πλήρως έλλειψη της συνειδήσεως, αλλά αρκεί η σε μεγάλο βαθμό σύγχυσή του.
- Η ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βουλήσεως του διαθέτη, η οποία υφίσταται όταν ο διαθέτης βρίσκεται σε πνευματική διαταραχή που δεν του επιτρέπει τον ελεύθερο προσδιορισμό της βουλήσεως του με λογικούς υπολογισμούς, καθόσον ο τελευταίος κυριαρχείται από παραστάσεις, αισθήματα, ορμές και επιρροές τρίτων και του είναι αδύνατο να αντισταθεί σε υποβολές που προέρχονται από τρίτους. Οι ασθένειες, οι οποίες μπορούν να οδηγήσουν στη διαταραχή αυτή, είναι, για παράδειγμα, η μανιοκαταθλιπτική ψύχωση, η σχιζοφρένεια, οι παράνοιες, αλλά και η γεροντική άνοια, όταν από αυτή προκαλείται μόνιμη διαταραχή της λειτουργίας του νου, σε βαθμό που αποκλείει την ύπαρξη λογικής κρίσης και η ολιγοφρένεια. Πλαστογραφία: Εάν κάποιο τρίτο πρόσωπο, συντάξει διαθήκη κατ’ απομίμηση του γραφικού χαρακτήρα του διαθέτη, η διαθήκη αυτή είναι άκυρη κατά το άρθρο 1718 Αστικού Κώδικα. Περαιτέρω, όμως, ο απομιμητής μόνο με την κατάρτιση της πλαστής διαθήκης (ή τη νόθευση της γνήσιας, π.χ. με προσθήκες και παρεμβολές στο γνήσιο κείμενο σαν να τις είχε κάνει ο διαθέτης) διαπράττει το ποινικό αδίκημα της πλαστογραφίας, το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 216 του Ποινικού μας Κώδικα.
Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, ο υπαίτιος τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή. Στην περίπτωση, μάλιστα, που ο πλαστογράφος σκοπεύοντας να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον ή επιδιώκοντας να βλάψει άλλον, εξασφαλίζει συνολικό όφελος ή επιφέρει συνολική ζημία που υπερβαίνει τις 120.000 ευρώ, η επαπειλούμενη ποινή είναι κάθειρξη έως δέκα έτη και χρηματική ποινή. Η πλαστογραφία είναι αυτεπαγγέλτως διωκόμενο έγκλημα, πράγμα που σημαίνει πως δεν απαιτείται η υποβολή εγκλήσεως, προκειμένου να εκκινήσει η ποινική δίωξη από τον εισαγγελέα, αλλά αρκεί ο τελευταίος να λάβει γνώση για την τέλεση του αδικήματος με οποιονδήποτε τρόπο. Πρακτικά, βέβαια, η υποβολή εγκλήσεως αποτελεί έναν από αυτούς τους τρόπους, ωστόσο, δεν υπόκειται σε κάποια προθεσμία, με την επιφύλαξη της παραγραφής του αδικήματος.
Σημειώνεται ότι, σε περίπτωση που πιθανολογείται η πλαστογράφηση διαθήκης, για την προσβολή της ως άκυρης λόγω μη σύνταξής της εξ ολοκλήρου δια χειρός του θανόντος, δεν απαιτείται να γνωρίζουμε απαραίτητα τον πλαστογράφο. Τα ανωτέρω επιβεβαιώνει και η με αριθμό 453/2017 απόφαση του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με την οποία «για την πληρότητα, εξάλλου, της αιτιολογίας της απόφασης που κηρύττει την ακυρότητα δεν είναι αναγκαίο να αποδειχθεί και το πρόσωπο, το οποίο τέλεσε τη νόθευση.». Προσβολή συγχρόνως της διαθήκης ως πλαστής δεν είναι επίσης αναγκαία, αφού αυτή είναι εξίσου άκυρη και όταν δεν είναι πλαστή, όπως συμβαίνει όταν λ. χ. γράφηκε από τρίτο με υπαγόρευση του διαθέτη (ΕφΔωδ 84/2017).
Αν υπάρχει, λοιπόν, αμφιβολία για το αν η διαθήκη συντάχθηκε πράγματι από το θανόντα ή όχι και ασκηθεί αναγνωριστική αγωγή για την αναγνώριση της ακυρότητάς της, το Δικαστήριο, για να σχηματίσει την κρίση του, δύναται να διορίσει δικαστικό γραφολόγο (μάλιστα, αν το αιτηθεί κάποιος διάδικος, υποχρεούται), με σκοπό να γνωμοδοτήσει αναφορικά με τη γνησιότητα της διαθήκης. Σε περίπτωση διορισμού πραγματογνώμονα, κάθε διάδικος έχει τη δυνατότητα να διορίσει με δικά του έξοδα έναν τεχνικό σύμβουλο, προκειμένου να γνωμοδοτήσει εξίσου και, ενδεχομένως, να αντικρούσει τα πορίσματα της πρώτης πραγματογνωμοσύνης.
Έγκυρες διαθήκες:
Η ιδιόγραφη διαθήκη γράφεται ολόκληρη με το χέρι του διαθέτη, χρονολογείται και υπογράφεται από αυτόν στο τέλος κάθε σελίδας. Στο τέλος κάθε σελίδας, καλό είναι να γράφεται ο αριθμός της σελίδας. Η ιδιόγραφη διαθήκη δεν θα πρέπει να περιέχει σβησίματα ή μουτζούρες. Εάν τυχόν εγγραφεί μία λάθος λέξη, ο διαθέτης ανοίγει μία παρένθεση και γράφει διαγράφεται η λέξη…στη συνέχεια της ροής του κειμένου. Οι παραπομπές, προσθήκες ή υστερόγραφα στο περιθώριο πρέπει να υπογράφονται ξεχωριστά, αλλιώς θα θεωρηθεί σαν να μην έχει γραφεί. Η ιδιόγραφη διαθήκη φυλάσσεται είτε από δικηγόρο της εμπιστοσύνης του διαθέτη είτε από άλλο πρόσωπο και μετά τον θάνατο του διαθέτη, δημοσιεύεται από Δικηγόρο στο πρωτοδικείο της κατοικίας του διαθέτη. Μετά την δημοσίευση, ακολουθεί συμβολαιογραφική πράξη αποδοχής κληρονομίας, με βάση την ιδιόγραφη διαθήκη.
Η ιδιόγραφη διαθήκη για να είναι έγκυρη πρέπει να έχει γραφεί εξ ολοκλήρου με το χέρι του διαθέτη. Αν είναι, έστω και κατά ένα μέρος της, γραμμένη από άλλον ή αν είναι δακτυλογραφημένη ή τυπωμένη από υπολογιστή, ακόμα και με ιδιόχειρη υπογραφή του διαθέτη, η διαθήκη δεν ισχύει. Πρέπει επίσης να έχει σαφή χρονολογία, γραμμένη πάντα από το χέρι του διαθέτη, είτε ρητώς, π.χ. 22 Μαρτίου 2016, ή 22-3-2016, είτε εμμέσως, π.χ. Πάσχα 2016 (που αποδεικνύεται ότι είναι στις 2 Μαΐου 2016), ή Τσικνοπέμπτη 2016, (που προκύπτει ότι είναι στις 3 Μαρτίου 2016). Η ιδιόγραφη διαθήκη γράφεται σε ένα οιοδήποτε χαρτί ολόκληρη από τον διαθέτη και πρέπει να περιλαμβάνει καθαρά το όνομα και το επώνυμο αυτού και στο τέλος του κειμένου να υπάρχει η υπογραφή του.
Την ιδιόγραφη διαθήκη μπορούν να προσβάλλουν ως πλαστή ή ως συνταχθείσα από πρόσωπο που δεν είχε σώας τα φρένας ή την χρήση του λογικού όταν την έγραφε, μόνο όσοι έχουν έννομο συμφέρον, δηλαδή εκείνοι που κληρονομούν εάν ακυρωθεί η διαθήκη ή οι τετιμημένοι με προγενέστερη διαθήκη, η οποία θα ισχύσει εάν ακυρωθεί η μεταγενέστερη ιδιόγραφη.
Mία πολύ σημαντική κατηγορία μερικής ακυρότητας, είναι η προσβολή της νόμιμης μοίρας των εκ του Νόμου κληρονόμων, όταν ο διαθέτης αφήνει όλη την περιουσία του σε τρίτους και αγνοεί εντελώς τα παιδιά και τη σύζυγο.
Η διαθήκη είναι πολύ σημαντικό έγγραφο διότι με αυτό, ο άνθρωπος ρυθμίζει σε ποιούς και πώς, θα μοιραστεί η περιουσία του και τις επιθυμίες του, μετά το θάνατό του. Συχνά όμως, δημιουργούνται διενέξεις και αμφισβητήσεις, μεταξύ των κληρονόμων, αναφορικά με το κύρος και την ισχύ μιας διαθήκης.
Οι συχνότερες περιπτώσεις, όπου μπορεί να προσβληθεί μία διαθήκη, ως μερικά ή ολικά άκυρη, είναι ενδεικτικά, οι εξής :
• Καταρχάς, όταν αμφισβητείται η γνησιότητα του γραφικού χαρακτήρα και της υπογραφής του διαθέτη, όταν δηλαδή υπάρχουν υπόνοιες πλαστότητας της διαθήκης, οπότε είναι ζήτημα απόδειξης πλέον αν η διαθήκη είχε συνταχθεί ή όχι, με το χέρι του διαθέτη.
• Όταν ο διαθέτης ήταν ανίκανος για σύνταξη διαθήκης, το οποίο συμβαίνει, εφόσον:
- δεν ήξερε να διαβάζει 2. ήταν ανήλικος 3.βρισκόταν υπό (πλήρη) δικαστική συμπαράσταση ή 4. έπασχε από ψυχική ή διανοητική διαταραχή, δεν είχε, όπως λέγεται, “σώας τας φρένας”.
• Αν δεν είχε συνταχθεί, σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις, όπου αυτές προβλέπονται στο Νόμο, όπως π.χ για τη σύνταξη δημόσιας διαθήκης, ενώπιον συμβολαιογράφου, αναφορικά με τους μάρτυρες, τα πρόσωπα, που (δεν πρέπει) να είναι παρόντα, για παράδειγμα οι μάρτυρες ήταν συγγενείς του διαθέτη και το απέκρυψαν από το Συμβ/φο.
• Όταν ο διαθέτης δεν προσδιορίζει επακριβώς τον κληρονόμο, αλλά γενικά και αόριστα, π.χ στον αγαπημένο μου γιο (ενώ έχει 3 γιους)
• Στις περιπτώσεις, όπου ο διαθέτης, είχε πέσει “θύμα” απάτης, πλάνης ή απειλής, κατά τη σύνταξη της διαθήκης.
Μυστική διαθήκη είναι εκείνη που υπογεγραμμένη από τον διαθέτη κατατίθεται εγγράφως σε συμβολαιογράφο ενώπιον τριών (3) μαρτύρων ή ενώπιον ενός (1) μάρτυρα με τη σύμπραξη δεύτερου συμβολαιογράφου και, εφ’ όσον δεν είναι σφραγισμένη από τον διαθέτη, σφραγίζεται από τον ίδιο συμβολαιογράφο, ο οποίος και συντάσσει σχετική πράξη κατάθεσης αυτής.
Τα πλεονεκτήματα της μυστικής διαθήκης είναι αφ’ ενός η διατήρηση της μυστικότητα αυτής και αφ’ ετέρου ότι μπορεί να συνταχθεί από άτομα που δεν μπορούν να γράψουν, έχουν όμως την ικανότητα ανάγνωσης.
Επομένως, το κείμενο της μυστικής διαθήκης μπορεί να γραφτεί είτε με μηχανικά μέσα, είτε από τρίτο πρόσωπο -πέραν του διαθέτη-, πάντα όμως απαιτείται η υπογραφή του κειμένου της μυστικής διαθήκης από τον ίδιο τον διαθέτη.
Μετά το θάνατο του διαθέτη, η μυστική διαθήκη δημοσιεύεται από το αρμόδιο δικαστήριο με μέριμνα του συμβολαιογράφου στο αρχείο του οποίου φυλάσσεται.
Δημόσια διαθήκη είναι εκείνη που συντάσσεται ενώπιον συμβολαιογράφου, με την παρουσία τριών (3) μαρτύρων ή ενώπιον δύο (2) συμβολαιογράφων με την παρουσία ενός (1) μάρτυρα.
Δημόσια διαθήκη μπορούν να συντάξουν και τα πρόσωπα που δεν μπορούν να γράψουν ή να υπογράψουν. Το κείμενο της βούλησης του διαθέτη υπαγορεύεται από τον ίδιο και καταγράφεται από τον συμβολαιογράφο παρουσία και των μαρτύρων.
Μετά το θάνατο του διαθέτη, η δημόσια διαθήκη δημοσιεύεται από το αρμόδιο δικαστήριο με μέριμνα του συμβολαιογράφου που τη συνέταξε.
Σε περίπτωση που δημοσιευτεί και κηρυχτεί κυρία, άκυρη διαθήκη με απόφαση του μονομελούς πρωτοδικείου κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, αυτός που έχει έννομο συμφέρον μπορεί να ασκήσει τριτανακοπή κατά τους όρους του νόμου κατά της απόφασης αυτής και να ζητήσει την ακύρωσή της. Οι συχνότερες περιπτώσεις, όπου μπορεί να αμφισβητηθεί – προσβληθεί μία διαθήκη, ως μερικά ή ολικά άκυρη, είναι οι εξής:
-όταν αμφισβητείται η γνησιότητα του γραφικού χαρακτήρα και της υπογραφής του διαθέτη, όταν δηλαδή υπάρχουν υπόνοιες πλαστότητας της διαθήκης, οπότε είναι ζήτημα απόδειξη πλέον, εάν η διαθήκη είχε συνταχθεί ή όχι, με το χέρι του εκλιπόντος
-όταν ο διαθέτης ήταν ανίκανος για σύνταξη διαθήκης, το οποίο συμβαίνει εφόσον δεν ήξερε να διαβάζει / ήταν ανήλικος / βρισκόταν υπό πλήρη δικαστική συμπαράσταση / έπασχε από ψυχική διανοητική διαταραχή, δεν είχε όπως λέγεται «σώας τας φρένας»
-αν δεν είχε συνταχθεί, σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις, όπου αυτές προβλέπονται στο νόμο, όπως για την σύνταξη δημόσιας διαθήκης, ενώπιον συμβολαιογράφου, αναφορικά με τους μάρτυρες, τα πρόσωπα που δεν πρέπει να είναι παρόντα κλπ
-όταν ο διαθέτης δεν προσδιορίζει επακριβώς τον κληρονόμο, αλλά γενικά και αόριστα, πχ. στο καλύτερα από τα πέντε παιδιά μου κλπ.
-στις περιπτώσεις για την αμφισβήτηση της υπογραφής, όπου ο διαθέτης, είχε πέσει θύμα απάτης, πλάνης ή απειλής, κατά την σύνταξη της διαθήκης
-όταν προσβάλλεται η νόμιμη μοίρα των εκ του νόμου κληρονόμων, όταν ο διαθέτης αφήνει όλη την περιουσία του σε τρίτους πχ. στην αλλοδαπή οικιακή βοηθό και ξεχνάει σύζυγο και παιδιά.
Δικαίωμα νόμιμη μοίρας, έχουν τα παιδιά, οι γονείς και η σύζυγος του εκλιπόντος, εφόσον βέβαια ζουν, το οποίο ισούται με το μισό της μερίδας, που θα έπαιρναν, αν δεν υπήρχε η διαθήκη.
Γενικά σε κάθε περίπτωση που ακυρώνεται η διαθήκη, μερικά ή ολικά, αναβιώνει η εκ του νόμου εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή, με βάση την συγγένεια, όπου οι κοντινότεροι συγγενείς αποκλείουν τους μακρινότερους, με βάση τις οριζόμενες από το Νόμο «τάξεις».
Το δικαίωμα για προσβολή – αμφισβήτηση διαθήκης πρέπει να ασκείται χωρίς καθυστέρηση, διότι η παραγραφή είναι σύντομη, μόλις 2 έτη από την δημοσίευσή της.
Η διετής παραγραφή ισχύει μόνο για τις περιπτώσεις πλάνης, απάτης ή απειλής, παράλειψης μεριδιούχου, καθώς και στην περίπτωση όπου ο γάμος του νεκρού ήταν άκυρος ή είχε ασκήσει αγωγή διαζυγίου κατά του/της συζύγου, έχοντας βάσιμο λόγο.
Στις υπόλοιπες περιπτώσεις, το δικαίωμα προσβολής – ακύρωσης της διαθήκης ΔΕΝ ΠΑΡΑΓΡΑΦΕΤΑΙ.
Ωστόσο εδώ υπάρχει μία εξαίρεση: όταν ο διαθέτης αφήνει όλη την περιουσία του ή μέρος αυτής στο Δημόσιο ή άλλους κοινωφελείς σκοπούς, η προσβολή πρέπει να γίνει αποκλειστικά εντός 5 ετών από τη δημοσίευση, άλλως χάνεται το δικαίωμα προσβολής. Δεν πρέπει να προσλαμβάνονται ως μάρτυρες για σύνταξη της διαθήκης οι αλλοδαποί και όσοι δεν έχουν την ικανότητα να μαρτυρούν σε συμβόλαια, εφόσον διαρκεί αυτή η ανικανότητα.
Απαγορεύεται η παρουσία κατά τη σύνταξη της διαθήκης οποιοιδήποτε άλλου εκτός από το διαθέτη και τα πρόσωπα που συμπράττουν. Η διαθήκη για να αποκτήσει ισχύ πρέπει να δημοσιευτεί στο ειρηνοδικείο. Η δημοσίευση της γίνεται με την καταχώρησή της στα πρακτικά της δίκης, στα οποία βεβαιώνονται και όλα τα εξωτερικά ελαττώματα της.