13.7 C
Athens
Τρίτη, 24 Δεκεμβρίου, 2024

Μαχαιρώματα – κλωτσιές – φτυσιές: η βία στα αμερικανικά νοσοκομεία τώρα

[Τις προηγούμενες ημέρες ένα συγκλονιστικό κείμενο για την κατάσταση στα «Επείγοντα» του Αμερικανικού Συστήματος Υγείας δημοσιεύθηκε στους New York Times. Ήταν μία άγρια έρευνα που εκπονήθηκε από τρεις ανθρώπους εργάζονται, από διαφορετικό πόστο ο καθένας, στον υγειονομικό τομέα των ΗΠΑ. Ο κ. Kielman και ο κ. Mercer είναι ειδικοί σε θέματα επικοινωνίας στο University of Vermont Health Network. Η Dr. Ouyang είναι γιατρός στα επείγοντα περιστατικά και καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Columbia. Αυτό που περιγράφουν για τη βία στα Επείγοντα είναι κάτι που όσοι έχουν επισκεφθεί νοσοκομείο –και στην Ελλάδα και στο εξωτερικό- ξέρουν τι σημαίνει…]

Ένας συντριπτικός πόνος στο στήθος, μια βασανιστική φαγούρα, ένα απαρηγόρητο μωρό, επίμονες αϋπνίες, ένας αστράγαλος με θλάση, μια υπερβολική δόση φαιντανύλης, ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα, η ανάγκη να πεις σε κάποιον: «Νιώθω θλιμμένος και μόνος». Το μόνο μέρος στην πόλη που δέχεται όλο το 24ωρο όλα αυτά κι ακόμα περισσότερα περιστατικά είναι τα Επείγοντα.

Για πολλούς ανθρώπους, οι γιατροί που εφημερεύουν στα Επείγοντα είναι οι πρώτοι εργαζόμενοι στον τομέα της υγείας που συναντούν την ώρα της ανάγκης. Κι όμως, αυτός ο τόσο πολύτιμος όσο και απαραίτητος χώρος εργασίας έχει γίνει περισσότερο επικίνδυνοςαπό ποτέ…

Πέρυσι, λέει ένας γιατρός, ένας από τους ασθενείς του παραπονιόταν στο τηλέφωνο επειδή βρισκόταν επί μακρόν στα επείγοντα περιστατικά. Είχε ήδη περιμένει αρκετές ώρες για να κάνει αξονική τομογραφία. Τα φάρμακα που έπρεπε να του χορηγηθούν καθυστερούσαν διαρκώς: «Άκουσα τη φωνή του να ανεβοκατεβαίνει, με κάθε διόγκωση πιο εκτεταμένη από την προηγούμενη. Όταν γύρισα να τον κοιτάξω, φώναξε ένα ρατσιστικό επίθετο πριν εκσφενδονίσει έναν επιτραπέζιο υπολογιστή στον χώρο όπου κάθονται οι γιατροί και οι νοσοκόμες. Μια έμπειρη νοσοκόμα έσκυψε. Καθώς έσπρωξα έναν ειδικευόμενο και έναν φοιτητή ιατρικής που βρίσκονταν μες στη μέση, μας επιτέθηκε με έναν ατσάλινο δίσκο. Ευτυχώς, κανείς δεν τραυματίστηκε».

Σε μια έρευνα του 2022 του Αμερικανικού Κολεγίου Ιατρών Επειγόντων Περιστατικών, το 55% όσων εφημερεύουν δήλωσε ότι είχε δεχθεί σωματική επίθεση, σχεδόν πάντα από ασθενείς, με το ένα τρίτο αυτών να καταλήγει σε τραυματισμούς. Επιπλέον, πάνω από 8 στους δέκα είχαν απειληθεί σοβαρά.

Οι κίνδυνοι μπορεί να είναι ακόμα μεγαλύτεροι για τους νοσηλευτές, με πάνω από το 70% να αναφέρουν ότι δέχθηκαν επιθέσεις κατά την εργασία τους. Δεν γνωρίζει, λέει, κανέναν εργαζόμενο στα Επείγοντα που να μην έχει υποστεί κάποια μορφή βίας. Οι εργαζόμενοι στο Δίκτυο Υγείας του Πανεπιστημίου του Βερμόντ δείχνουν κάποια παραδείγματα στο παραπάνω βίντεο.

«Οι άνθρωποι εύλογα πιστεύουν ότι ένα δίχτυ ασφαλείας οφείλει πάντα να υπάρχει, ό,τι κι αν συμβεί, και ότι δεν θα πρέπει να υπάρχουν ρωγμές σε αυτό», θα πει η Δρ Aisha Terry, πρόεδρος του Αμερικανικού Κολλεγίου Ιατρών Επειγόντων Περιστατικών. Αλλά είναι αυτό το «δόγμα» στην καρδιά της επείγουσας ιατρικής που επιτρέπει επίσης την εκμετάλλευσή της:«Ως αποτέλεσμα, είμαστε πιο ευάλωτοι στη βία». Στα επείγοντα περιστατικά, υπάρχει μια ορισμένη κουλτούρα ανοχής που θεωρεί ότι η βία είναι απλώς μέρος της δουλειάς, όπως το να έχουμε κηλίδες αίματος στα παπούτσια μας. Έχουμε φτάσει να υπομένουμε ρατσιστικές, σεξιστικές και ομοφοβικές προσβολές, επιλέγοντας τη σιωπή αντί της αντιπαράθεσης προκειμένου να εκπληρώσουμε το καθήκον μας απέναντιστην ανθρώπινη ζωή».

Κατά μία έννοια, η βία στα επείγοντα περιστατικά αποτελεί τρανή απόδειξη της ευρύτερης παραμέλησης της δημόσιας υγείας: ένα ιατρικό σύστημα στο οποίο τα κρεβάτια ψυχικής υγείας είναι ελάχιστα, η πρωτοβάθμια περίθαλψη στοιχίζει και το κόστος της συνταγογράφησηςφαρμάκων έχει εκτοξευτεί. Ένα δίκτυο «καταφυγίων υγείας» που λυγίζει σε μια χώρα όπου πολλοί γονείς δεν βγάζουν πλέον αρκετά για να θρέψουν τα παιδιά τους. Όλα αυτά μπορεί να οδηγήσουν σε αφόρητο συνωστισμό και ατελείωτη αναμονή στα Επείγοντα, η οποία μπορεί να ξεσπάσει σε απογοήτευση, θυμό και αγένεια.

Ακόμα και πριν από την πανδημία του κόβιντ, η πορεία ήταν ανησυχητική. Το Γραφείο Στατιστικής Εργασίας των ΗΠΑ αναφέρει ότι το ποσοστό των τραυματισμών από βία στον χώρο εργασίας κατά των εργαζομένων στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης αυξήθηκε κατά σχεδόν κατά 2/3 από το 2011 έως το 2018. Η πανδημία απλώς επιδείνωσε την κατάσταση, αποκαλύπτοντας τα μεγάλα κενά του συστήματος υγείας. Κατά τη διάρκεια της πανδημίας, πάνω από το 40% των ενήλικων Αμερικανών ανέφεραν υψηλή ψυχολογική δυσφορία, η οποία μπορεί να συμβάλει σε ξεσπάσματα. Έχει επίσης σπείρει βαθιά δυσπιστία μεταξύ των ασθενών και του υγειονομικού προσωπικού.

Οι επιπτώσεις αυτής της εξέλιξης είναι αισθητές. Μόνο το 15% των νοσοκόμων που συμμετείχαν στην έρευνα δήλωσε ότι θα συνέχιζε στην ίδια θέση εργασίας σε ένα χρόνο- ένας στους τρεις νοσοκόμους μάλιστα σκέφτηκε να εγκαταλείψει το επάγγελμα λόγω της πανδημίας. Το ποσοστό επαγγελματικής εξουθένωσης μεταξύ των γιατρών των επειγόντων περιστατικών σκαρφάλωσε στο 65%, το υψηλότερο ποσοστό μεταξύ όλων των ειδικοτήτων.

Όταν οι εργαζόμενοι φεύγουν, όσοι παραμένουν επωμίζονται πολύ μεγαλύτερο όγκο εργασίας. Συναντούν επίσης μια «περιστρεφόμενη πόρτα» νέων συναδέλφων, γεγονός που καθιστά αδύνατο να κατανοήσουν ο ένας τα δυνατά σημεία του άλλου ή να αντισταθμίσουν τις εκατέρωθεν αδυναμίες τους, να λειτουργήσουν δηλαδή σαν ομάδα. Αυτό σίγουρα δεν είναι το καλύτερο νέο για τους ασθενείς.

Οργανώσεις και νομοθέτες προσπαθούν πλέον να αντιμετωπίσουν τη βία κατά των εργαζομένων στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης. Η Joint Commission, μια ομάδα που διαπιστεύει νοσοκομεία, πρόσθεσε πέρυσι κανονισμούς για τη βία στο χώρο εργασίας. Φέτος, η Βιρτζίνια έγινε η πρώτη πολιτεία που ψήφισε νόμο ο οποίος ορίζει όλα τα τμήματα επειγόντων περιστατικών να έχουν έναν υπεύθυνο ασφαλείας σε επαγρύπνηση όλο το εικοσιτετράωρο.

Οι ομοσπονδιακοί νομοθέτες προσπαθούν επίσης να παρέμβουν: Εάν ψηφιστεί, ο νόμος για την πρόληψη της βίας στο χώρο εργασίας για τους εργαζόμενους στους τομείς της υγειονομικής περίθαλψης και των κοινωνικών υπηρεσιών θα επιβάλει στους εργοδότες να εφαρμόσουν προληπτικά μέτρα. Ένα άλλο νομοσχέδιο που αφορά την προστασία των εργαζομένων στον χώρο της υγειονομικής περίθαλψης, το οποίο έχει ως πρότυπο την προστασία στον κλάδο των αερομεταφορών, θα δημιουργήσει ομοσπονδιακές ποινικές κυρώσεις για τα άτομα που επιτίθενται σε εργαζόμενους.

Η υγειονομική περίθαλψη, ωστόσο, δεν είναι το ίδιο με τις αερομεταφορές. Λόγω του νόμου περί επείγουσας ιατρικής περίθαλψης και εργασίας, που ισχύει από το 1986, κάθε άτομο που πηγαίνει στα επείγοντα για θεραπεία πρέπει να εξετάζεται και να αξιολογείται ιατρικά. Τα νοσοκομεία δεν δημιουργούν λίστες απαγόρευσης πτήσεων, όπως οι αεροπορικές εταιρείες, ούτε θα έπρεπε. Ένας ασθενής μπορεί να είναι επιθετικός και ταυτόχρονα να είναι σοβαρά άρρωστος. Ασθενείς που παλεύουν με ψυχικές ασθένειες, εθισμό ή παρουσιάζουν παραληρηματικές συμπεριφορές μπορεί να προκαλούν επεισόδια αλλά χρειάζονται επίσης φροντίδα.

Οι ομοσπονδιακοί και πολιτειακοί νόμοι είναι απαραίτητοι ως ανασταλτικοί παράγοντες και η τοποθέτηση προειδοποιητικών πινακίδων είναι απαραίτητη ώστε όλοι να γνωρίζουν ότι υπάρχουν όρια. Αλλά οι διοικητές των νοσοκομείων πρέπει επίσης να θέσουν ως προτεραιότητα την ασφάλεια των μελών του προσωπικού τους. Τα ηλεκτρονικά συστήματα των νοσοκομείων συστήματα έχουν «σημαδέψει»με bannersτους φακέλους ασθενών που απείλησαν ή επιτέθηκαν σε μέλη του προσωπικού στο παρελθόν. Επί του παρόντος, αυτά τα banners τοποθετούνται από τους παρόχουςώστε να προειδοποιούν ο ένας τον άλλον και δεν υπερβαίνουν τα ατομικά διαγράμματα. Αυτό είναι μια καλή αρχή, όμως πρέπει να γίνουν περισσότερα.

Χρειάζεται να θεσπιστούν απλά συστήματα εμπιστευτικής αναφοράς που θα ενθαρρύνουν τους υπαλλήλους να καταγράφουν επίσημα αυτά τα περιστατικά με λεπτομέρειες για περαιτέρω εξέταση, όπως θα έκαναν με οποιοδήποτε ιατρικό λάθος. Οι διοικητικοί υπάλληλοι των νοσοκομείων πρέπει στη συνέχεια να διενεργούν ενδελεχείς αναλύσεις των συμβάντων, εφαρμόζοντας την ίδια αυστηρότητα που θα εφάρμοζαν στα ιατρικά λάθη, και να παρέμβουν με συγκεκριμένες διορθωτικές ενέργειες – είτε πρόκειται για την ενίσχυση της ασφάλειας σε ορισμένους χώρους είτε για τον εξοπλισμό των μελών του προσωπικού με ηλεκτρονικά κουμπιά ειδοποίησης. Ορισμένοι εργαζόμενοι στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης έχουν ήδη πάρει την κατάσταση στα χέρια τους, παρακολουθώντας μαθήματα αυτοάμυνας, εξετάζουν δε μέχρι και το ενδεχόμενο να φορούνκάτι σαν «πανοπλία»!

Αυτό που μου έχει μείνει περισσότερο, καταλήγει ο γιατρός, δεν είναι η παρ’ ολίγον ευστοχία ενός εκσφενδονισμένου υπολογιστή ή μια βαριά προσβολή που μου απεύθυνεκάποιος άλλος ασθενής, αλλά ένας φοιτητής ιατρικής που έχοντας γίνει μάρτυρας ενός βίαιου επεισοδίου,μου είπε: «Σήμερα συνειδητοποίησα ότι δεν θέλω να ασχοληθώ με την επείγουσα ιατρική». Ο τομέας βλέπει μια απότομη μείωση των υποψηφίων εργαζομένων. Ποιος θα φροντίσει τους ασθενείς που περιμένουν; Τι θα συμβεί όταν το κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας σπάσει; Το να σηκώσουμε το ανάστημά μας για να σταματήσει η βία κατά των εργαζομένων στον τομέα της υγείας δεν σημαίνει ότι θα στερήσουμε τη φροντίδα από κανέναν ασθενή. Είναι, αντίθετα, υποχρέωσή μας να παρέχουμε τις καλύτερες δυνατές υπηρεσίεςσε όλους.

Ο Roland Kielman είναι ειδικός επικοινωνίας στο University of Vermont Health Network, όπου ασχολείται με την αφήγηση ιστοριών και την εταιρική επικοινωνία. Ο Ryan Mercer είναι ειδικός επικοινωνίας στο University of Vermont Health Network και επικεντρώνεται στην αφήγηση ιστοριών με πολυμέσα. Η Helen Ouyang είναι γιατρός, αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Columbia και συνεργάτρια του The New York Times Magazine.

ΠΗΓΗ: New York Times 

spot_img

ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΑΡΘΡΑ