Η δεύτερη μεγαλύτερη τράπεζα στη Γερμανία, η DZ Bank AG, σημειώνει ότι η Ελλάδα συνεχίζει να διατηρεί την ανοδική τάση στις αξιολογήσεις πιστοληπτικής της ικανότητας από τους οίκους. Παράλληλα εκτιμά πως από το γ’ τρίμηνο που αρχίσει αυτήν τη εβδομάδα, θα ξεκινήσει η σημαντική ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας. Όπως προβλέπει, το έλλειμα θα μειωθεί έντονα το 2022, όπως και το χρέος, ωστόσο αν και θεωρεί πως τα ελληνικά ομόλογα θα συνεχίσουν να “νικούν” τα ιταλικά, βλέπει κατοχύρωση κερδών στου ελληνικούς τίτλους το επόμενο διάστημα.
Πιο αναλυτικά, όπως σημειώνει η DZ Bank, ο αριθμός των νέων κρουσμάτων μειώνεται έντονα στην Ελλάδα, οπότε ο τουρισμός έχει καταφέρει να “καλωσορίσει” τους επισκέπτες στη χώρα νωρίτερα από άλλους ταξιδιωτικούς προορισμούς. Η τρέχουσα εστίαση της κυβέρνησης είναι στη χρήση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, από το οποίο η Ελλάδα θα ωφεληθεί πολύ περισσότερο από άλλα κράτη της ΕΕ. Μόνο φέτος, η κυβέρνηση αναμένει εκταμιεύσεις 7,5 δισ. ευρώ περίπου, αφού η Κομισιόν ενέκρινε το σχέδιο “Ελλάδα 2.0”, με τις συνολικές εκταμιεύσεις έως το 2026 να ανέρχονται στα 30,5 δις. ευρώ περίπου.
Παρά αυτήν τη σημαντική ροή χρημάτων, ο προϋπολογισμός της Ελλάδας θα κινηθεί στο βαθύ “κόκκινο” φέτος. Ωστόσο, μετά από έλλειμμα περίπου 7,5% του ΑΕΠ το 2021, η DZ Bank αναμένει ότι το έλλειμμα θα μειωθεί σημαντικά σε περίπου 4,0% του ΑΕΠ το 2022, και έτσι η Ελλάδα, σε σύγκριση με την Ιταλία, θα επιστρέψει σε μια ουδέτερη δημοσιονομική πολιτική πολύ νωρίτερα.
Ο δείκτης του ελληνικού χρέους προς ΑΕΠ έφτασε το ιστορικό υψηλό του 205,6% το 2020, ωστόσο η DZ Bank αναμένει πως θα αρχίσει να μειώνεται από φέτος και θα συνεχιστεί η πτώση και το 2022, όπου θα βρεθεί στο 195,0%. Πάντως, όπως επισημαίνει η τράπεζα, θα χρειαστούν πιθανώς αρκετά χρόνια μέχρι να μπορέσει να διαγραφεί η κρίση που προκάλεσε η πανδημία στα δημόσια οικονομικά της Ελλάδας.
Κατά την DZ Bank, μετά από ένα κάπως αδύναμο δεύτερο τρίμηνο, η ελληνική οικονομία θα αρχίσει να απογειώνεται και θα ανακάμψει και πάλι σημαντικά καθώς η τουριστική δραστηριότητα θα κερδίσει σημαντικό έδαφος. Πάντως η γερμανική τράπεζα συνεχίζει να εμφανίζεται συγκρατημένη σε ότι αφορά τις προβλέψεις της, και δεν ακολουθεί ακόμη το πρόσφατο κύμα ανοδικών αναθεωρήσεων στις οποίες προχώρησαν οίκοι και επενδυτικές τράπεζες, και έτσι τοποθετεί την ανάκαμψη για το σύνολο του 2021, στο 2,5%.
Παράλληλα, όπως εκτιμά, η ελληνική οικονομία αναμένεται να αναπτυχθεί πολύ πιο έντονα σε ετήσια βάση 2022. Ο αναμενόμενος ρυθμός ανάπτυξης τοποθετείται στο 5,7% το επόμενο έτος και θα υποστηριχθεί, όπως τονίζεται, από α) το γεγονός ότι θα ξεκινήσει από μία σχετικά χαμηλή βάση στις αρχές του επόμενου έτους και β) τον τομέα των υπηρεσιών και του τουρισμού, που είναι πολύ σημαντικοί για την Ελλάδα, με το 2022 να αναμένεται να “σβήνουν” οι πληγές που άφησε στον κλάδο η πανδημία.
Σε ότι αφορά τα ελληνικά ομόλογα, η DZ Bank αναφέρει πως η πορεία τους είναι έντονα συσχετισμένη με την πορεία των γερμανικών ομολόγων. Επομένως, η μείωση των αποδόσεων στο γερμανικό Bund από τα μέσα Μαΐου ευνόησε την ισχυρότερη μείωση του spread μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας. Δεδομένου ότι η Ελλάδα έχει αντιμετωπίσει μέχρι τώρα την κρίση της πανδημίας καλύτερα από την Ιταλία και επωφελείται ιδιαίτερα από το πρόγραμμα PEPP της ΕΚΤ, τα ελληνικά ασφάλιστρα κινδύνου διαπραγματεύονται κάτω από εκείνα των ιταλικών ομολόγων, σε όλα τις διάρκειες, εδώ και εβδομάδες.
Η DZ Bank αναμένει πως το ελληνικό spread θα διευρυνθεί τους επόμενους μήνες ωστόσο, λόγω της αύξησης στις αποδόσεις των γερμανικών ομολόγων, αν και συνεχίζει να εκτιμά πως οι αποδόσεις των ελληνικών τίτλων θα συνεχίσουν να κινούνται χαμηλότερα από αυτές των ιταλικών με την Ελλάδα να υπεραποδίδει σημαντικά έναντι της Ιταλίας, με το μεταξύ τους spread να διευρύνεται σταδιακά.
Μετά τις υψηλές αποδόσεις των τελευταίων εβδομάδων πάντως, η κατοχύρωση βραχυπρόθεσμων κερδών στα ελληνικά ομόλογα θα είναι μία “λογική” στρατηγική” στο επόμενο διάστημα. Η πιθανή διεύρυνση του spread θα μειώσει τις προσδοκίες συνολικής απόδοσης, όπως επισημαίνει, ενώ στην περίπτωση των μακροπρόθεσμων ομολόγων υπάρχει ακόμη κίνδυνος αρνητικών συνολικών αποδόσεων κατά τους επόμενους έξι μήνες, όπως καταλήγει η γερμανική τράπεζα, συστήνοντας μείωση της διάρκειας στα επενδυτικά χαρτοφυλάκια και την αύξηση της έκθεσης σε πιο βραχυπροθέσμους τίτλους.